φυτοτοξίνη

φυτοτοξίνη
η
(χημ.), περιληπτική ονομασία τοξικών προϊόντων, που παράγονται από ορισμένα φυτά και που έχουν ιδιότητες ανάλογες με τις ιδιότητες των μικροβιακών τοξινών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτοτοξίνη — η, Ν 1. (βιοχ.) αντιγόνο φυτικής προέλευσης, ικανό να καθορίσει την παραγωγή αντισωμάτων σε έναν ζωντανό οργανισμό, μέσω μιας διαδικασίας ανάλογης με εκείνην τών εμβολίων 2. (φυτοπαθ.) ουσία που απελευθερώνεται από έναν μικροοργανισμό και έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”